κράχτης — ο θηλ. κράχτρα 1. αυτός που κράζει, πετεινός. 2. διαλαλητής, τελάλης. 3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κέντρο διασκέδασης. 4. αυτός που προσελκύει σε ανηθικότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* … Dictionary of Greek
λάλαξ — λάλαξ, αγος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά) φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση γ (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)] … Dictionary of Greek
μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… … Dictionary of Greek
ντελάλης — και τελάλης, ο, θηλ. ισσα (Μ ντελάλης) 1. δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης 2. μτφ. αυτός που δεν κρατά μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tellal] … Dictionary of Greek
τελάλης — τελάλης, ο και ντελάλης, ο (λ. τουρκ.), δημόσιος κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)